ὑδραγώγιον

ὑδραγώγιον
ὑδραγώγιον
aqueduct
neut nom/voc/acc sg
ὑ̱δραγώγιον , ὑδραγωγέω
conduct
imperf ind act 3rd pl (doric)
ὑ̱δραγώγιον , ὑδραγωγέω
conduct
imperf ind act 1st sg (doric)
ὑδραγωγέω
conduct
imperf ind act 3rd pl (doric)
ὑδραγωγέω
conduct
imperf ind act 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υδραγώγιον — τὸ, ΜΑ βλ. υδραγωγείο …   Dictionary of Greek

  • ὑδραγωγίοις — ὑδραγώγιον aqueduct neut dat pl ὑδραγωγέω conduct pres opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδραγωγίου — ὑδραγώγιον aqueduct neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδραγωγίων — ὑδραγώγιον aqueduct neut gen pl ὑδραγωγέω conduct pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδραγώγια — ὑδραγώγιον aqueduct neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • водоваждѧ — ВОДОВАЖД|Ѧ (3*), Ѣ ( А) с. Труба или канава для орошения; оросительный канал: Аще близь села твоего вдоваж(д)е [вм. водоважде] послѣдоуѥть молчально таковѣи работѣ. си˫а ѡбнавлѩти строу˫а. (ὑδραγώγιον) КР 1284, 322г; на ѡбновлениѥ водоваж(д)i.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • υδραγωγείο — Σύστημα αγωγών που προορίζονται να μεταφέρουν νερό από άλλη περιοχή σ’ εκείνην της κατανάλωσης. Η ανάγκη μεταφοράς νερού από τις πηγές στα κατοικημένα κέντρα υπήρξε αισθητή από την προϊστορία. Ανάμεσα στα αρχαιότερα έργα του είδους, των οποίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”